ΜΑΡΞ - "Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ"

ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ - Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

1.—H μέθοδος
Να μαστε στην καρδιά της Γερμανίας! Ενώ μιλάμε αποκλειστικά για πολιτική οικονομία, θάχουμε να μιλήσουμε για μεταφυσική. Και σε τούτο ακόμα δεν κάνουμε τίποτ' άλλο παρά ν' ακολουθήσουμε τις «αντιφάσεις» του κ. Προυντόν. Πριν από λίγο, μας ανάγκαζε να μιλάμε αγγλικά, να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι αρκετά Εγγλέζοι. Τώρα η σκηνή αλλάζει. Ο κ. Προυντόν μας μεταφέρει στην αγαπημένη μας πατρίδα και μας αναγκάζει να ξαναπάρουμε, χωρίς να το θέλουμε, την ιδιότητα του Γερμανού.
Αν ο Εγγλέζος μετατρέπει τους ανθρώπους σε καπέλλα, ο Γερμανός μετατρέπει τα καπέλλα σε ιδέες. Ο Άγγλος είναι ο Ρικάρντο, πλούσιος τραπεζίτης και διακεκριμένος οικονομολόγος. Ο Γερμανός είναι ο Χέγκελ, απλός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Ο Λουδοβίκος XV, τελευταίος απόλυτος μονάρχης πού αντιπροσώπευε την παρακμή της γαλλικής βασιλείας, είχε στην προσωπική του υπηρεσία ένα γιατρό, πού ήταν για το Λουδο­βίκο ο πρώτος οικονομολόγος της Γαλλίας. Αυτός ο γιατρός, αυτός ο οίκονομολόγος, αντιπροσώπευε τον ερχόμενο και σί­γουρο Θρίαμβο της γαλλικής αστικής τάξης. Ο γιατρός Quesnay (Κεσναί) έκανε την πολιτική οικονομία επιστήμη. Τη συ­νόψισε στον περίφημο Οικονομικό Πίνακα του. Εξόν από τα χίλια δυο υπομνήματα (σχόλια) πού δημοσιεύτηκαν πάνω σ' αυτόν τον πίνακα, έχουμε στα χέρια μας κι ένα του ίδιου του γιατρού. Είναι η ανάλυση του "οικονομικού πίνακα" πού την ακολουθούν «εφτά σημαντικές παρατηρήσεις».
O κ. Προυντόν είναι ένας δεύτερος γιατρός Κεσναί. Είναι ο Κεσναί της μεταφυσικής στην πολιτική οικονομία.
Λοιπόν, η μεταφυσική, η φιλοσοφία ολάκερη, συνοψίζεται σύμφωνα με το Χέγκελ, στη μέθοδο. Θα μας χρειαστεί, λοιπόν, να προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε (εξηγήσουμε) τη μέθοδο του κ. Προυντόν, πού είναι το ίδιο τουλάχιστο σκοτεινή όσο κι ο Οικονομικός Πίνακας. Για τούτο δίνουμε εφτά παρατη­ρήσεις, περισσότερο ή λιγότερο σπουδαίες. Αν ο γιατρός Προυντόν δε μένει ευχαριστημένος άπ' τις παρατηρήσεις μας, ε λοιπόν, ας γίνει αββάς Baudeau κι ας δώσει ο ίδιος «την ερμη­νεία της οικονομικομεταφυσικής μεθόδου».

Πρώτη παρατήρηση
«Δεν κάνουμε καθόλου ιστορία σύμφωνα με τη χρονική σειρά, μα σύμφωνα με τη διαδο­χή των ιδεών. Οι οικονομικές φάσεις ή κα­τηγορίες είναι στην εκδήλωση τους άλλοτε σύγχρονες κι άλλοτε πρωθύστερες (αντιστραμμένες)... Οι οικονομικές θεωρίες δεν έχουν λιγότερο μέσα τους τη λογική διαδοχή τους και τη δική τους σειρά μέσα στη νόηση: αυτή τη σειρά κολακευόμαστε πώς ανακαλύψαμε.» (Προυντόν, τ. 1ος, σελ. 146).
Δίχως άλλο ο κ. Προυντόν θέλησε να φοβίσει τους Γάλ­λους ρίχνοντας τους κατάμουτρα μισοχεγκελιανές φράσεις. Έ­χουμε λοιπόν να συζητήσουμε με δύο ανθρώπους. Πρώτα με τον κ. Προυντόν κι ύστερα με το Χέγκελ. Πώς ξεχωρίζει ο κ. Προυντόν άπ' τους άλλους οίκονομολόγους ; Και ποιο ρόλο παίζει ο Χέγκελ στην πολιτική οικονομία του κ. Προυντόν ;
Οι οίκονομολόγοι περιγράφουν τις σχέσεις της αστικής παραγωγής, τον καταμερισμό της εργασίας, την πίστη, το νόμισμα, κλπ., σαν σταθερές αναλλοίωτες και αιώνιες κατη­γορίες. Ο κ. Προυντόν, που έχει μπροστά του ολότελα σχη­ματισμένες τις κατηγορίες αυτές, θέλει να μας εξηγήσει την πράξη, το σχηματισμό, τη γέννηση αυτών των κατηγοριών, Αρχών, νόμων, ιδεών και σκέψεων.

Οι οικονομολόγοι μας έξηγούν πώς παράγουμε μέσα σε τούτες τις δοσμένες σχέσεις, μα κείνο που δε μας εξηγούν είναι πώς δημιουργούνται οι σχέσεις αυτές, δηλαδή δε μας εξηγούν την ιστορική πορεία πού τις έκανε να γεννηθούν. Ο κ. Προυντόν αφού πήρε τούτες τις σχέσεις σαν αρχές, σαν κατηγορίες, σαν αφηρημένες σκέψεις, δεν έχει παρά να βάλει τάξη σε τούτες τις σκέψεις, που βρίσκονται αλφαβητικά ταξινομημένες στο τέλος από κάθε σύγγραμα πολιτικής οίκονομίας. Αυτό το υλικό των οικονομολόγων είναι η ενεργητική και δρώσα ζωή των αν­θρώπων. Το υλικό του κ. Προυντόν είναι τα δόγματα των οί­κονομολόγων. Μα από τη στιγμή που δεν παρακολουθεί κανείς την ιστορική πορεία των παραγωγικών σχέσεων, πού οι κατη­γορίες είναι απλώς ή θεωρητική τους έκφραση, από τη στιγμή που δε θέλει να δει μέσα σ' αυτές τις κατηγορίες παρά ιδέες, αυ­θόρμητες σκέψεις, ανεξάρτητες από τις πραγματικές σχέσεις, είναι αναγκασμένος να θεωρήσει σαν αρχή γι' αυτές τις σκέψεις την κίνηση του καθαρού λόγου. Πως ο καθαρός, ο αιώνιος, ο απρόσωπος λόγος κάνει να γεννηθούν αυτές οι σκέψεις ; Πως ενεργεί (συμπεριφέρεται) για να τις δημιουργήσει;
Αν είχαμε κι εμείς την αποφασιστικότητα του κ. Προυντόν στο να κάνουμε χεγκελιανισμό, θα λέγαμε: Ο καθαρός λόγος διακρίνεται κσθ' εαυτόν άφ' εαυτού. Τι σημαίνει αυτό; Ο απρό­σωπος λόγος μην έχοντας έξω από τον εαυτό του ούτε έδαφος πού πάνω σε αυτό να μπορέσει να στηριχτεί, ούτε αντικείμενο πού να μπορεί-σε αυτό να αντιτίθεται, ούτε υποκείμενο πού με αυτό θα μπορούσε να συντεθεί, αναγκάζεται να κάνει την τούμπα Θέτοντας, αντιθέτοντας και συνθέτοντας τον εαυτό του — θέση, αντίθεση, σύνθεση. Για να μιλήσουμε ελληνικά έχουμε τη θέση, την αντίθεση καΐ τη σύνθεση. Όσο για κείνους που δεν ξέρουν τη χεγκελιανή γλώσσα, θα τους πούμε τον ιερό τύπο: κατάφαση, άρνηση, και άρνηση της άρνησης. Να τί θέλει να πει μ' αυτά πού λέει: Αυτά δεν είναι βέβαια εβραίικα, κι ας μην κακοφανεΐ στον κ. Προυντόν. Μα είναι η γλώσσα αυτού του τόσο καθαρού λόγου, πού ξεκόβεται από το άτομο. Αντί για το συνηθισμένο άτομο, με το συνηθισμένο του τρόπο να μιλάει καΐ να σκέφτεται, έχουμε μονάχα, αυτήν την ολοκάθαρη συνη­θισμένη μέθοδο, μα χωρίς το άτομο.
Πρέπει να ξαφνιαζόμαστε πώς κάθε πράγμα, σε τελευταία αφαίρεση, — γιατί αφαίρεση υπάρχει κι όχι ανάλυση — παρουσιάζεται σε τάξη (κατάσταση) λογικής κατηγορίας. Πρέπει να ξαφνιαζόμαστε, πως εξαφανίζοντας λίγο-λίγο, κάθε τι που αποτελεί την ατομικότητα ενός σπττιού, πως κάνοντας αφαί­ρεση των υλικών που το συνθέτουν, της μορφής που το ξεχω­ρίζει, θα φτάσετε να μην έχετε πια παρά ένα σώμα,— πως κάνοντας αφαίρεση των ορίων αύτού του σώματος έχετε αμέ­σως πια ένα χώρο,—πως κάνοντας τέλος αφαίρεση των διαστά­σεων αυτού του χώρου, καταλήγετε να μην έχετε πια παρά την ολοκάθαρη ποσότητα, τη λογική κατηγορία.

Ετσι αφαιρώντας άπ' όλα τα υποκείμενα, έμψυχα ή άψυχα, ανθρώπους ή πράγματα, όλες τις λεγόμενες δευτερεύουσες ιδιό­τητες, έχουμε δίκιο να λέμε πως σε τελευταία αφαίρεση, φτά­νουμε νάχουμε σαν ουσία τις λογικές κατηγορίες. Έτσι, οι με­ταφυσικοί που, κάνοντας τις αφαιρέσεις αυτές φαντάζονται πως κάνουν ανάλυση, και πού, στο μέτρο πού ξεμακραίνουν όλο και πιο πολύ από τα αντικείμενα τόσο φαντάζονται πως πλη­σιάζουν στο σημείο να τα κατανοήσουν βαθιά, οι μεταφυσικοί αυτοί έχουν με τη σειρά τους δίκιο να λένε πως τα πράγματα εδώ κάτω είναι τα κεντήματα, που οι λογικές κατηγορίες αποτελούν τον καμβά τους. Να τι ξεχωρίζει το φιλόσοφο από το χριστιανό. Ο χριστιανός δεν έχει παρά μια μοναδική ενσάρ­κωση του Λόγου, σε πείσμα της λογικής. Ο φιλόσοφος δεν αποφασίζει ποτέ με τις ενσαρκώσεις. Ποιος Θα ξαφνιαστεί λοιπόν αν κάθε τι πού υπάρχει, κάθε τι που ζει πάνω στη γη και κάτω από το νερό, μπορεί με τη δύναμη της αφαίρεσης να γίνει λογική κατηγορία; Ποιος Θα ξαφνιαστεί αν, με αυτόν τον τρόπο, ολάκερος ο πραγματικός κόσμος μπορεί να πνιγεί μέσα στον κόσμο των αφαιρέσεων, στον κόσμο των λογικών κατη­γοριών ;
Κάθε τι που υπάρχει, κάθε τι που ζει πάνω στη γη και κάτω από το νερό, δε ζει παρά μέσα σε κάποια πορεία. Ετσι, η πορεία της Ιστορίας δημιουργεί τις κοινωνικές σχέσεις, η βιο­μηχανική κίνηση μας δίνει τα βιομηχανικά προϊόντα, κ.τ.λ.

Ακόμα με τη δύναμη της αφαίρεσης μετατρέψαμε το κάθε τι σε λογική κατηγορία, έτσι δεν έχουμε παρά να κάνουμε αφαί­ρεση κάθε διακριτικού χαρακτηριστικού από τις διάφορες κινή­σεις, για να φτάσουμε στην κίνηση σε αφηρημένη κατάσταση, στην καθαρά τυπική κίνηση, στην καθαρά λογική φόρμουλα (τύπο) της κίνησης. Αν βρίσκουμε την ουσία κάθε πράγματος μέσα στίς λογικές κατηγορίες, φανταζόμαστε πως βρίσκουμε στη λογική φόρμουλα της κίνησης την απόλυτη μέθοδο που όχι μονάχα εξηγεί κάθε πράγμα, μα και που περιλαμβάνει ακόμα και την πορεία του πράγματος.

Για τούτη την απόλυτη μέθοδο, ο Χέγκελ μιλάει με αυτά τα λόγια:
«Η μέθοδος είναι η απόλυτη, η μοναδική, η υπέρτατη, η απέραντη δύναμη, που σε αυτή κανένα αντικείμενο δε θα μπορούσε ν' αντισταθεί. Είναι η τάση του λόγου να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε κάθε πράγμα·» («Λογική», τόμος III).

Μια και μετατράπηκε κάθε πράγμα σε λογική κατηγορία και κάθε κίνηση, κάθε παραγωγική δράση, στη μέθοδο, βγαίνει φυσικά το συμπέρασμα, πως το σύνολο προϊόντων και παρα­γωγής, αντικείμενα και κίνηση, μετατρέπονται σε μία εφαρμο­σμένη μεταφυσική. Εκείνο που έκανέ ο Χέγκελ για τη Θρησκεία, το δίκαιο, κτλ. ο κ. Προυντόν προσπαθεί να το κάμει για την πολιτική οίκονομία.
Έτσι λοιπόν τι είναι τούτη η απόλυτη μέθοδος; Η αφαί­ρεση της κίνησης. Τι είναι η αφαίρεση της κίνησης; Η κίνηση σε αφηρημένη κατάσταση. Τι είναι η κίνηση σε αφηρημένη κατά­σταση; Ο καθαρά λογικός τύπος της κίνησης ή η κίνηση του καθαρού λόγου. Στο να τίθεται, να αντιτίθεται, να συντίθεται, να διατυπώνεται σα Θέση, αντίθεση, σύνθεση, ή ακόμα καλύτερα να είναι κατάφαση, άρνηση του εαυτού της, κι άρνηση της άρ­νησης.

Πως κατορθώνει ο λόγος να επαληθεύεται μονάχος του, να μπαίνει σε ορισμένη κατηγορία; Αυτό είναι δουλειά του ίδιου του λόγου και των απολογητών του.
Μα μια φορά κι ο λόγος κατάφερε να τοποθετηθεί σα θέση, αυτή η θέση, αυτή η σκέψη, που είναι αντίθετη στον ίδιο εαυτό της, διαχωρίζεται σε δύο αντιφατικές σκέψεις τη θετική και την αρνητική, το ναι και το όχι. Η πάλη ανάμεσα σε τούτα τα δυο ανταγωνιστικά στοιχεία, που περικλείνονται μέσα στην αντί­θεση, αποτελεί τη διαλεκτική πορεία. Το ναι που γίνεται όχι, το όχι που γίνεται ναι, το ναι που γίνεται ταυτόχρονα ναι και όχι, το όχι πού γίνεται ταυτόχρονα όχι και ναι τα αντίθετα ισορροπούνται, εξουδετερώνονται, αποσυντίθεται. Η συγχώνευση αυτών των δύο αντιφατικών σκέψεων συνι­στά μια καινούργια σκέψη, που είναι η σύνθεση τους. Τούτη η καινούργια σκέψη εξελίσσεται πάλι σε δυο αντιφατικές σκέψεις, που συγχωνεύονται με τη σειρά τους σε μια καινούργια σύνθεση. Από αυτό το γεννοβόλημα προέρ­χεται μία ομάδα από σκέψεις. Αυτή η ομάδα σκέψεων ακολουθεί την ίδια διαλεκτική πορεία, που ακολουθεί και μια απλή κατη­γορία κι έχει για αντίθεση μιαν αντιφατική ομάδα. Από αυτές τις δύο ομάδες σκέψεων γεννιέται μια καινούργια ομάδα από σκέψεις, που είναι η σύνθεση τους. Ακριβώς όπως από τη δια­λεκτική πορεία των απλών κατηγοριών γεννιέται η ομάδα, το ίδιο από τη διαλεκτική πορεία των ομάδων γεννιέται η σειρά κι από τη διαλεκτική πορεία των σειρών γεννιέται ολόκληρο το σύστημα.

Εφαρμόστε τούτη τη μέθοδο στις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας και Θα έχετε τη λογική και τη μεταφυσική της πολιτικής οίκονομίας ή με άλλα λόγια Θα έχετε τις οικονομικές κατηγορίες, τις γνωστές σε όλο τον κόσμο, μεταφρασμένες σε μια γλώσσα πολύ λίγο γνωστή, που τις κάνει να φαίνονται σα να έχουνε γεννηθεί πρόσφατα, μέσα σε ένα κεφάλι καθαρό λόγο. Σε τέτοιο βαθμό τούτες οι οικονομικές κατηγορίες φαίνονται να γεν­νιούνται η μία από την άλλη, να αλληλοσυνδέονται και να μπερ­δεύονται η μία μέσα στην άλλη με τη μοναδική εργασία της δια­λεκτικής πορείας. Ας μην τρομοκρατηθεί ο αναγνώστης από τούτη ~ τη μεταφυσική, μ' όλη της την αρματωσιά από κατη­γορίες, ομάδες, σειρές, και συστήματα. Ο κ. Προυντόν, παρ' όλο το μεγάλο κόπο πού κατέβαλε να σκαρφαλώσει ως το ύψος του συστήματος των Αντιφάσεων, δε μπόρεσε ποτέ να άνεβει πάνω από τα δύο πρώτα σκαλοπάτια της απλής θέσης κι αντί­θεσης. Κι ακόμα, δεν τα δρασκέλησε παρά μονάχα δύο φορές. κι από τις δύο τούτες φορές, έπεσε τη μία φορά με το κεφάλι κάτω.

Ως τα τώρα, εκθέσαμε μονάχα τη διαλεκτική του Χέγκελ. Θα δούμε αργότερα πως ο κ. Προυντόν κατάφερε να την περιο­ρίσει στις πιο τιποτένιες αναλογίες. Ετσι, για τον Χέγκελ, κάθε τι που έγινε κι ότι γίνεται ακόμα, είναι αυτό πού ακριβώς συμβαίνει μέσα στον ίδιο του το λογισμό. Έτσι, η φιλοσοφία της Ιστορίας δεν είναι πια παρά η ιστορία της φιλοσοφίας, της δικής του φιλοσοφίας. Δεν υπάρχει πια «η Ιστορία σύμφωνα με τη χρονική σειρά», υπάρχει μονάχα «η διαδοχή των ιδεών μέσα στη νόηση». Πιστεύει πως οίκοδομεί τον κόσμο με την κίνηση της σκέψης, τη στιγμή που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να ανοικοδομεί συστηματικά και να ταξινομεί με την απόλυτη μέθοδο, τις σκέψεις που βρίσκονται μέσα στο κεφάλι όλου του κόσμου.


Δεύτερη παρατήρηση
Οι οικονομικές κατηγορίες δεν είναι παρά οι θεωρητικές εκ­φράσεις, οι αφαιρέσεις των κοινωνικών σχέσεων της παρα­γωγής. Ο κ. Προυντόν, στα αληθινά φιλόσοφος, παίρνοντας τα πράγματα από την ανάποδη, δε βλέπει μέσα στίς πραγμα­τικές σχέσεις παρά τις ενσαρκώσεις αυτών των αρχών, αυτών των κατηγοριών, που, όπως μας λέει ακόμα ο φιλόσοφος κ. Προυντόν, κοιμούνταν στην αγκαλιά του «απρόσωπου καθα­ρού λόγου της ανθρωπότητας».
Ο οικονομολόγος κ. Προυντόν, κατάλαβε πολύ καλά πως οι άνθρωποι φτιάχνουν την τσόχα, το πανί, τα μεταξωτά, μέσα σε ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Μα εκείνο που δεν κατά­λαβε είναι πως αυτές οι ορισμένες κοινωνικές σχέσεις δημιουρ­γούνται το ίδιο από τους ανθρώπους, όπως το πανί, το λινό, κτλ. Οι κοινωνικές σχέσεις είναι σφιχτοδεμένες με τις παραγω­γικές δυνάμεις. Αποκτώντας καινούργιες παραγωγικές δυνάμεις, οι άνθρωποι αλλάζουν τον τρόπο παραγωγής τους· κι αλλάζοντας τον τρόπο παραγωγής, τον τρόπο να κερδίζουν τη ζωή τους, αλλάζουν όλες τις κοινωνικές τους σχέσεις. Ο χερόμυλος θα σας δώσει την κοινωνία με το χωροδεσπότη (τον αφέντη). Ο ατμόμυλος, την κοινωνία με τη βιομηχανική κεφαλαιοκρατία.

Οι ίδιοι άνθρωποι που δημιουργούν τις κοινωνικές σχέσεις, σύμφωνα με την παραγωγικότητα τους σε υλικά αγαθά, δημι­ουργούν το ίδιο και τις αρχές, τις ιδέες, τις κατηγορίες, σύμφω­να με τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Έτσι, αυτές οι ιδέες, αυτές οι κατηγορίες είναι τόσο λίγο αιώνιες όσο κι οι σχέσεις πού εκφράζουν. Είναι ιστορικά και μεταβατικά δημιουργήματα (προϊόντα).

Υπάρχει μία αέναη κίνηση ανάπτυξης των παραγωγι­κών δυνάμεων, ανατροπής των κοινωνικών σχέσεων, σχηματι­σμού των ιδεών. Δεν υπάρχει ακινησία παρά με την αφαίρεση της κίνησης — mors immortalis (θάνατος αθανάτου).

Τρίτη παρατήρηση

Οι σχέσεις παραγωγής για κάθε κοινωνία αποτελούν σύνολο. Ο κ. Προυντόν θεωρεί τις οικονομικές σχέσεις σαν κοι­νωνικές φάσεις, που η μία γεννιέται από την άλλη, που προ­κύπτει η μία από την άλλη σαν η αντίθεση της θέσης και που πραγματοποιούν, στη λογική τους διαδοχή, τον απρόσωπο λόγο της ανθρωπότητας.
Το μοναδικό άτοπο που υπάρχει σε τούτη τη μέθοδο, είναι πως όταν ο κ. Προυντόν αρχίζει την εξέταση μιας μονάχα από αυτές τις σχέσεις δεν μπορεί να την εξηγήσει χωρίς να προσ­τρέξει σε όλες τις άλλες σχέσεις της κοινωνίας, σχέσεις που ωστόσο δεν κατάφερε ακόμα να γεννηθούν από τη διαλεκτική του πορεία.
Όταν ύστερα ο κ. Προυντόν, με τη βοήθεια του καθαρού λόγου, περνάει στη γέννα των άλλων φάσεων, κάνει σα να ήταν νεογέννητα παιδιά· ξεχνάει πως έχουν κι αυτές την ίδια ηλικία που έχει κι η πρώτη.
Έτσι, για να φτάσει στη σύσταση της αξίας, που γι αυ­τόν είναι η βάση για όλες τις οικονομικές εξελίξεις, δεν μπορούσε να παραλείψει τον καταμερισμό της εργασίας, το συναγωνισμό, κτλ. Ωστόσο, μέσα στη σειρά, μέσα στη νόηση του κ. Προυν­τόν, μέσα στη λογική διαδοχή, οι σχέσεις αυτές δεν υπήρχαν καθόλου ακόμα.
Χτίζοντας με τις κατηγορίες της πολιτικής οίκονομίας το οικοδόμημα ενός ιδεολογικού συστήματος, αποσνθέτουμε τα διάφορα μέλη του κοινωνικού συστήματος. Μεταβάλλουμε τα διάφορα μέλη τις κοινωνίας σε τόσες μερικές κοινωνίες που έρ­χονται η μία ύστερα από την άλλη. Πως θα μπορούσε, πραγ­ματικά, η μοναδική λογική φόρμουλα της κίνησης, της διαδο­χής του χρόνου, να εξηγήσει το σώμα της κοινωνίας, που σε αυτό όλες οι σχέσεις συνυπάρχουν ταυτόχρονα κι αλληλοϋποστηρίζονται ;


Τέταρτη παρατήρηση
Ας δοϋμε τώρα πόσες τροποποιήσεις έκανε (πραγματο­ποίησε) στη διαλεκτική του Χέγκελ ο κ. Προυντόν, εφαρμόζον­τας την στην πολιτική οίκονομία.
Για τον κ. Προυντόν, κάθε οικονομική κατηγορία έχει δυο πλευρές, τη μία καλή, την άλλη κακή. Αντικρύζει τις κατηγο­ρίες όπως ο μικροαστός αντικρύζει τους μεγάλους άνδρες της Ιστορίας : Ο Ναπολέων είναι μεγάλος άνδρας. Έκανε πολλά καλά, έκανε το ίδιο και πολλά κακά.
Η καλή πλευρά κι η κακή πλευρά, το πλεονέκτημα και το μειονέκτημα, παρμένα μαζί, σχηματίζουν για τον κ. Προυντόν την αντίφαση σε κάθε οίκονομική κατηγορία.

Πρόβλημα για λύση : Να διατηρήσουμε την καλή πλευρά, αφαιρώντας (εξαλείφοντας) την κακή.
Η δουλεία είναι μία οίκονομική κατηγορία όπως και μια άλλη. Έχει, λοιπόν, κι αυτή το ίδιο τις δύο πλευρές της. Ας αφήσουμε εδώ την κακή πλευρά κι ας μιλήσουμε για την καλή πλευρά της δουλείας. Εννοείται πως δεν πρόκειται παρά για την άμεση δουλεία, για τη δουλεία των μαύρων στο Σουρινάμ, στη Βραζιλία, στις νότιες περιοχές της Βόρειας Αμερικής.
Η άμεση δουλεία είναι ο μοχλός της αστικής βιομηχανίας το ίδιο όπως κι οι μηχανές, η πίστη, κλπ. Χωρίς δουλεία, δεν έχετε σύγχρονη βιομηχανία. Η δουλεία είναι εκείνη που δίνει στις αποικίες την αξία που έχουν. Οι αποικίες είναι εκείνες που δημιούργησαν το παγκόσμιο εμπόριο. Και το παγκόσμιο εμ­πόριο είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεγάλη βιομη­χανία. Έτσι η δουλεία είναι μια οικονομική κατηγορία με πολύ μεγάλη σημασία.
Χωρίς τη δουλεία, η Βόρεια Αμερική, η πιο προοδευτική χώρα, θα μετατρεπόταν σε χώρα πατριαρχική (φεουδαρχική). Σβήστε τη Βόρεια Αμερική από τον χάρτη του κόσμου και θα έχετε την αναρχία, την ολοκληρωτική παρακμή του εμπορίου και του σύγχρονου πολιτισμού. Εξαφανίστε τη δουλεία και Θα έχετε διαγράψει την Αμερική από τον χάρτη των λαών.
Έτσι η δουλεία, γιατί είναι μια οικονομική κατηγορία, υπήρχε πάντα μέσα στους θεσμούς των λαών. Οι σύγχρονοι λαοί κατάφεραν απλά και μόνο να μεταμφιέσουν την δουλεία στις ίδιες τις χώρες τους, μα την έχουν επιβάλλει χωρίς μάσκα στον νέο κόσμο.

Πώς ο κ. Προυντόν θα καταφέρει να σώσει τη δουλεία; Θα βάλει το θέμα: Να διατηρήσουμε την καλή πλευρά τούτης της οίκονομικής κατηγορίας, να εξαφανίσουμε την κακή.
Ο Χέγκελ δεν έβαλε προβλήματα. Δεν έχει παρά τη δια­λεκτική. Ο κ. Προυντόν δεν διατηρεί από την διαλεκτική του Χέγκελ παρά τη φρασεολογία. Σε αυτόν, η διαλεκτική κίνηση είναι η δογματική διάκριση του καλού καΐ του κακού.
Ας πάρουμε, για μια στιγμή, τον ίδιο τον κ. Προυντόν σαν κατηγορία. Ας εξετάσουμε την καλή και την κακή του πλευρά, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του.
Αν έχει, σε σύγκριση με τον Χέγκελ, το πλεονέκτημα να βάζει προβλήματα, για το μεγαλύτερο καλό της ανθρωπότητας που επιφυλάσσεται να λύσει, έχει το μειονέκτημα να τον δέρνει η στειρότητα σαν να πρόκειται να βγάλει με τη μέθοδο της διαλεκτικής εκμαίευσης μια καινούργια κατηγορία.

Εκείνο που αποτελεί την διαλεκτική κίνηση είναι η συνύ­παρξη των δύο αντιφατικών πλευρών, η πάλη τους και η συγ­χώνευση τους σε μία καινούργια κατηγορία. Από την στιγμή που μπαίνει το πρόβλημα να εξαφανίσουμε την κακή πλευρά, σταματάμε τη διαλεκτική κίνηση. Δεν είναι η κατηγορία που γίνεται θέση κι αντίθεση στον εαυτό της από την αντιφατική της φύση, είναι ο κ. Προυντόν που σαστίζει, παλεύει και παρα­δέρνει ανάμεσα στίς δυο πλευρές της κατηγορίας.

Μπλεγμένος έτσι σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο είναι δύσ­κολο σε αυτόν να βγει με τα θεμιτά μέσα, ο κ. Προυντόν κάνει μια αληθινή εκτίναξη που τον μεταφέρει με ένα μόνο άλμα σε μία καινούργια κατηγορία. Ξεσκεπάζεται τότε μπροστά στα ξαφνια­σμένα μάτια του η σειρά μέσα στη νόηση.
Παίρνει την πρώτη κατηγορία που του έρχεται και της αποδίδει αυθαίρετα την ιδιότητα να θεραπεύει τα μειονεκτήματα της κατηγορίας που πρόκειται να ξεκαθαρίσει. Έτσι, αν πρέπει να πιστέψουμε τον κ. Προυντόν, οι φόροι θεραπεύουν τα μειονεκτήματα του μονοπωλίου. Το εμπορικό ισοζύγιο θερα­πεύει τα μειονεκτήματα των φόρων. Η γαιοκτησία τα μειονε­κτήματα της εμπορικής πίστης.

Παίρνοντας έτσι διαδοχικά τις οίκονομικές κατηγορίες, μία προς μία, και κάνοντας τούτη εδώ το αντίδοτο εκείνης, ο κ. Προυντόν καταλήγει να κάνει, με τούτη την ανάμιξη αντιφάσεων, δύο τόμους αντιφάσεων, που τους ονομάζει με το σωστό τίτλο: «Το σύστημα των οικονομικών αντιφάσεων».

Πέμπτη παρατήρηση

"Στην απόλυτη λογική όλες αυτές οι ιδέες... είναι το ίδιο απλές και γενικές... Πραγματικά, στην επιστήμη φτάνουμε μονάχα με ένα είδος σκαλωσιάς των ιδεών μας. Μα η άλήθεια καθ' εαυτή είναι ανεξάρτητη από τις διαλεκτικές της εικόνες κι απαλλαγμένη από τους συνδυασμούς του πνεύματος μας." (Προυντόν τόμ, II, σελ. 97).

Και να, ξαφνικά, με ένα είδος μεταβολής που τώρα ξέρουμε το μυστικό της, η μεταφυσική της πολιτικής οίκονομίας έγινε αυταπάτη! Ποτέ ο κ. Προυντόν δεν είπε κάτι το πιο αληθινό. Σίγουρα, από τη στιγμή που η μέθοδος της διαλεκτικής κίνησης περιορίζεται σε απλή μέθοδο να αντιπαραθέτει το καλό στο κακό, να βάζει προβλήματα που τείνουν να εξαφανίσουν το κακό καί να δώσουν μία κατηγορία σαν αντίδοτο στην άλλη, οι κατη­γορίες δεν έχουν πια τα αυθόρμητο τους. Η ιδέα «δεν λειτουργεί πια». Δεν έχει πια ζωή μέσα της. Δεν τίθεται πια, ούτε απο­συντίθεται σε κατηγορίες. Η διαδοχή των κατηγοριών έγινε ένα είδος σκαλωσιάς. Η διαλεκτική δεν είναι πια η κίνηση του απόλυτου λόγου. Δεν υπάρχει πια διαλεκτική. Υπάρχει το πολύ -πολύ ολοκάθαρη ηθική.

Όταν ο κ. Προυντόν μιλούσε για τη "σειρά στη νόηση", για τη "λογική διαδοχή των κατηγοριών", δήλωνε θετικά πως δεν ήθελε να δώσει την ιστορία σύμφωνα με τη χρονική σειρά, μα όπως λέει ο κ. Προυντόν, με την ιστορική διαδοχή, που μέσα σε αυτή, φανερώνονται οι κατηγορίες. Όλα, γι' αυτόν, γίνονταν τότε στον "καθαρό αιθέρα του λόγου". Όλα έπρεπε να πηγάζουν από αυτόν τον αιθέρα με τη βοήθεια της διαλε­κτικής. Τώρα που ο κ. Προυντόν πρόκειται να βάλει σε πράξη αυτήν την διαλεκτική του λείπει ο λόγος. Η διαλεκτική του κ. Προυντόν κάνει ένα λανθασμένο άλμα στην διαλεκτική του Χέγκελ. Και να που ο κ. Προυντόν που αναγκάζεται να πει πως η τάξη που δημιουργεί τις οικονομικές κατηγορίες δεν είναι πια η τάξη που μέσα σε αυτήν γεννιούνται αυτές οι κα­τηγορίες από εκείνες. Οι οικονομικές εξελίξεις δεν είναι πια εξελί­ξεις αυτού του ίδιου του λόγου (καθ' εαυτόν).

Τι μας δίνει λοιπόν ο κ. Προυντόν; Την πραγματική ιστο­ρία, δηλαδή, σύμφωνα με την κρίση του κ. Προυντόν, την δια­δοχή, που σύμφωνα με αυτήν φανερώνονται οι κατηγορίες μέσα στη χρονική σειρά; Όχι. Μήπως την ιστορία, όπως ξετυλίγε­ται μέσα στην ίδια την ίδέα; Πολύ λιγότερο ακόμα. Έτσι, ούτε τη βέβηλη (ανίερη) ιστορία των κατηγοριών μας δίνει ούτε την ιερή τους ιστορία! Ποια ιστορία μας δίνει τέλος πάν­των ό κ. Προυντόν; Την ιστορία των δικών του αντιφάσεων. Ας δούμε πως λειτουργούν οί αντιφάσεις αυτές και πως σέρνουν πίσω τους τον κ. Προυντόν.
Πριν αρχίσουμε αυτήν την εξέταση, που δίνει αφορμή στην έκτη σημαντική παρατήρηση, έχουμε ακόμη να κάνουμε μία ση­μαντική παρατήρηση.
Ας παραδεχτούμε μαζί με τον κ. Προυντόν, πως η πραγ­ματική Ιστορία, η ιστορία σύμφωνα με τη χρονική, σειρά είναι η ιστορική διαδοχή που μέσα σε αυτήν φανερώνονται οι ιδέες, οι κατηγορίες, οι αρχές.

Κάθε αρχή, για να φανερωθεί, είχε τον δικό της αιώνα: η αρχή της προσωπικότητας π.χ. είχε τον 11ον αιώνα, ακριβώς όπως η αρχή του ατομισμού τον 18ο αιώνα. Συμπέρασμα, που βγαίνει υποχρεωτικά, είναι πως ο αιώνας ταίριαζε χαρακτηρι­στικά στην αρχή κι όχι η αρχή στον αιώνα. Μ' άλλα λόγια, η αρχή ήταν εκείνη που δημιούργησε την Ιστορία και όχι η Ιστορία την αρχή. Εάν σε συνέχεια, για να σώσουμε τις αρχές όσο και την Ιστορία, αναρωτηθούμε γιατί η τέτοια αρχή φανερώθηκε στον 11ο ή τον 18ο αιώνα κι όχι σε οποιονδήποτε άλλον, είμαστε αναγκαστικά υποχρεωμένοι να εξετάσουμε ακρι­βόλογα ποιοί ήταν οι άνθρωποι στον 11ο αιώνα, ποιοί στον δέκατο όγδοο αιώνα, ποιες ήταν οι αντίστοιχες ανάγκες τους, οι παραγωγικές τους δυνάμεις, ο τρόπος παραγωγής τους, οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τους, τέλος ποιες ήταν οι σχέσεις ανθρώπου με άνθρωπο, που προέρχονταν άπ' όλες αυτές τις συνθήκες ζωής. Να εμβαθύνουμε σε όλα τούτα τα θέματα— προβλήματα δε σημαίνει τάχα πως φτιάχνουμε την πραγματική, τη χυδαία (πεζή) ιστορία των ανθρώπων έτσι που να παρου­σιάζει, σε κάθε αιώνα, τους ανθρώπους αυτούς πραγματικά σα συγγραφείς και ηθοποιούς του ίδιου τους του δράματος; Μ' άπό τη στιγμή που παρουσιάζετε τους ανθρώπους σαν δημιουργούς και εκτελεστές της ίδιας τους της Ιστορίας, δεν ξαναγυρίσατε με μια στροφή (μεταβολή) στην πραγματική σας αφετηρία, μια και εγκαταλείψατε τις αιώνιες αρχές, που γι' αυτές μιλούσατε αρχικά;
Ο κ. Προυντόν δεν προχώρησε αρκετά ούτε και στο μο­νοπάτι που παίρνει ο ιδεολόγος, για να προχωρήσει στην λεω­φόρο της ιστορίας.


Έκτη παρατήρηση

Ας πάρουμε μαζί με τον κ. Προυντόν το μονοπάτι. Δεχόμαστε λοιπόν πως οι οίκονομικές κατηγορίες, που θεωρούνται σαν "απαρασάλευτοι νόμοι", σαν "αιώνιες αρχές", σαν "ιδανικές κα­τηγορίες", προηγήθηκαν από τους ανθρώπους που κινούν­ται και δρουν. Δεχόμαστε λοιπόν ακόμα, πως αυτοί οι νόμοι, αυτές οι κατηγορίες, από μιας αρχής, είχαν ελαφροκοιμηθεί «μέσα στον απρόσωπο λόγο της ανθρωπότητας». Είδαμε κιό­λας πως με όλες τούτες τις αναλλοίωτες κι ασάλευτες αιωνιότητες δεν υπάρχει πιά ιστορία. Υπάρχει το πολύ — πολύ η ιστορία μέσα στην ιδέα, δηλαδή η ιστορία που αντανακλάται μέσα στην διαλεκτική κίνηση του καθαρού λόγου. Λέγοντας ο κ. Προυντόν πως μέσα στη διαλεκτική κίνηση οι ιδέες δεν δια­φοροποιούνται πια, εκμηδένισε και τον ίσκιο της κίνησης και την κίνηση των ίσκιων, που με τη βοήθεια τους θα μπορούσε το πολύ-πολύ να δημιουργήσει ένα ομοίωμα της ιστορίας. Αντί γι' αυτό, καταλογίζει στην ιστορία τη δική του αδυναμία, τα βάζει με όλα, ακόμα και με τη γαλλική γλώσσα.

"Δεν είναι λοιπόν σωστό να λέμε, λέει ο φιλόσοφος κ. Προνντόν, πως κάτι συμβαίνει, κάτι παράγεται: μέσα στον πολιτισμό, όπως και μέσα στό σύμπαν, το κάθε τι υπάρχει, το κάθε τι κινείται από ανέκαθεν. Το ίδιο γί­νεται και με όλη την κοινωνική οικονομία.» (Τόμος ΙΙ σελ. 102.)"

Είναι τέτοια η παραγωγική δύναμη των αντιφάσεων που λειτουργούνε και κάνουν τον κ. Προυντόν να λειτουργεί, έτσι που Θέλοντας να εξηγήσει την ιστορία εξαναγκάζεται να την αρνηθεί, που θέλοντας να εξηγήσει τη διαδοχική ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων αρνιέται πως κάτι μπορεί να γίνεται, που Θέλοντας να εξηγήσει την παραγωγή με όλες τις φάσεις της, αμφισβητεί πως κάτι μπορεί να γεννιέται (παράγεται).

Έτσι, για τον κ. Προυντόν δεν υπάρχει πια ιστορία, δεν υπάρχει πια διαδοχή ιδεών κι ωστόσο, το βιβλίο του υπάρχει πάντα. Και τούτο ίσα - ίσα το βιβλίο είναι, σύμφωνα με τη δική του την έκφραση, η ιστορία σύμφωνα με τη διαδοχή των ιδεών. Πως να βρεθεί μια φόρμουλα, γιατί ο κ «Προυντόν είναι ο άν­θρωπος με τις φόρμουλες (τύπους), που με τη βοήθεια της να μπορέσει να πηδήσει, "με ένα και μόνο σάλτο" έξω από όλες του τις αντιφάσεις;

Γι' αυτό έπλασε έναν καινούργιο λόγο, που δεν είναι ούτε ο απόλυτος, καθαρός και παρθένος λόγος, ούτε ο κοινός λόγος των ανθρώπων που δρουν και κινούνται μέσα στους διάφορους αιώνες, μα είναι ένας λόγος εντελώς ξεχωριστός, ο λόγος της κοινω­νίας πρόσωπο, του υποκειμένου ανθρωπότητα, που κάτω από την πέννα του κ. Προυντόν ξεπροβάλλει κάποτε-κάποτε και σαν κοι­νωνικό πνεύμα, γενικός λόγος και σε τελευταία ανάλυση σαν ανθρώπινος λόγος. Αυτός ο λόγος, μασκαρεμένος με τόσα ονόματα, αναγνωρίζεται ωστόσο σε κάθε στιγμή σαν ο ατομικός λόγος του κ. Προυντόν, με την καλή και τη κακή του πλευρά, τα αντίδοτα του καΐ τα προβλήματα του.

«Ο ανθρώπινος λόγος δεν δημιουργεί την αλήθεια» που είναι κρυμμένη στα βάθη του απόλυτου κι αιώνιου λόγου. Μπορεί μονάχα να τον αποκαλύψει. Μα οι αλήθειες που αποκάλυψε ως τα τώρα είναι λειψές, ανεπαρκείς και γι' αυτό αντιφατικές. Οι οικονομικές κατηγορίες, λοιπόν, που κι αυτές οι ίδιες είναι αλήθειες, που ανακαλύφθηκαν, κι αποκαλύφθηκαν από τον ανθρώπινο λόγο, από το κοινωνικό πνεύμα, είναι το ίδιο λειψές και κλείνουνε μέσα τους το σπέρμα της αντίφασης. Πριν από τον κ. Προυντόν το κοινωνικό πνεύμα δεν είδε παρά τα ανταγωνιστικά στοιχεία και όχι τη συνθετική φόρμουλα (τύπο) που είναι και τα δύο ταυτόχρονα κρυμμένα μέσα στον απόλυτο λόγο. Οι οικονομικές σχέσεις, που δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να πραγματοποιούν πάνω στη γη τις ανεπαρκείς αυτές αλήθειες, τις λει­ψές αυτές κατηγορίες, αυτές τις αντιφατικές έννοιες, είναι, λοιπόν, αντιφατικές καθ' εαυτές (από την ίδια τη φύση τους) και πα­ρουσιάζουν δύο πλευρές, που η μια είναι καλή και η άλλη κακή.

Να βρει την ολόκληρη αλήθεια, την έννοια σε όλη της την πληρότητα, την συνθετική φόρμουλα (τύπο) που εκμηδενίζει ολόκληρη την οικονομία, να το πρόβλημα του κοινωνικού πνεύ­ματος. Να ακόμα γιατί, μέσα στην φαντασιοπληξία του κ. Προυντόν, αυτό το κοινωνικό πνεύμα σπρώχθηκε από την μια κατηγορία στην άλλη, χωρίς να καταφέρει ακόμα, με όλη την πυροβολαρχία των κατηγοριών του να αποσπάσει από το Θεό, από τον απόλυτο λόγο, μία συνθετική φόρμουλα (τύπο).

"Αρχικά, η κοινωνία (το κοινωνικό πνεύμα), υποθέτει ένα πρώτο γεγονός, διατυπώνει μία υπόθεση... πραγμα­τική αντινομία, που τα ανταγωνιστικά της αποτελέσματα ξετυλίγονται μέσα στην πολιτική οικονομία, με τον ίδιον τρόπο που τα συμπεράσματα, θα μπορούσαν να βγουν μέσα από το πνεύμα, έτσι που η βιομηχανική κίνηση, ακολουθών­τας σε όλα την επαγωγή των ιδεών,χωρίζεται σε ένα διπλό ρεΰμα το ένα από χρήσιμα αποτελέσματα, το άλλο από α­ποτελέσματα καταστροφικά. Για να συγκροτήσει αρμονικά τούτη την διπλοπρόσωπη αρχή και να λύσει αυτήν την αντινομία, η κοινωνία κάνει να φανερωθεΐ μία δεύτερη αρχή που κι αυτή σε λίγο θα την ακολούθήσει τρίτη. Τέτοια θα είναι η πορεία του κοινωνικού πνεύματος, ώσπου αφού εξαντλήσει όλες τις αντιφάσεις του —υποθέτω, μα αυτό δεν αποδείχτηκε, πως η αντίφαση μέσα στην ανθρωπότητα θα είχε ένα τέρμα— ώσπου ξαναγυρίζει με ένα πήδημα πάνω σε όλες τις προηγούμενες θέσεις του και λύνει όλα του τα προβλή­ματα με μία μοναδική φόρμουλα (τύπο)." (Τόμος 1ος, σελ. 135)

Το ίδιο όπως και προηγουμένως η αντίθεση μετατράπηκε σε αντίδοτο, έτσι η θέση γίνεται τώρα υπόθεση.

Αυτή η αλλαγή όρων δεν έχει πια τίποτα που να μπορεί να μας ξα­φνιάσει από τη μεριά του κ. Προυντόν. Ο ανθρώπινος λόγος που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο καθαρός λόγος, μιας και δεν έχει παρά λειψές απόψεις, συναντάει σε κάθε βήμα καινούρ­για προβλήματα για λύση. Κάθε καινούργια θέση που ανακα­λύπτει στον απόλυτο λόγο και πού είναι η άρνηση της πρώ­της θέσης, γίνεται για τον απόλυτο λόγο σύνθεση, που ο κ. Προυντόν την δέχεται αρκετά απλοϊκά σαν λύση στο πρόβλημα που γίνεται λόγος. Έτσι αυτός ο λόγος παραδέρνει μέσα σε πάντα καινούργιες αντιφάσεις, ώσπου σαν βρεθεί στο τέλος των αντιφάσεων, νιώθει πως όλες οι θέσεις του κι οι συνθέσεις του δεν είναι παρά αντιφατικές υποθέσεις. Στην αμηχανία του

«ο ανθρώπινος λόγος, το κοινωνικό πνεύμα ξαναγυρίζει με ένα πήδημα πάνω σε όλες τις προηγούμενες θέσεις τον και με μια μοναδική φόρμουλα (τύπο) λύνει όλα του τα προβλήματα.»

Η μοναδική τούτη φόρμουλα (τύπος), ας το πούμε στα πεταχτά, αποτελεί την πραγματική ανακάλυψη του κ. Προυν­τόν. Είναι η συνθετική αξία.

Δεν κάνει κανείς υποθέσεις παρά σαν αποβλέπει σε κάποιο σκοπό. Ο σκοπός που έβαζε σαν στόχο πριν από όλα το κοι­νωνικό πνεύμα, που μιλάει με το στόμα του κ. Προυντόν, ήταν να εξαφανίσει το κακό που υπάρχει σε κάθε οίκονομική κατηγορία, για να υπάρχει μονάχα το καλό. Για τον Προυντόν, το καλό, το υπέρτατο αγαθό, ο πραγματικός πρακτικός σκοπός, είναι η ισότητα. Και γιατί το κοινωνικό πνεύμα έβαζε σαν στόχο την ισότητα αντί για την ανισότητα, την αδελφοσύνη, τον καθολικισμό ή άλλη αρχή; Γιατί

«η ανθρωπότητα δεν πραγματοποίησε διαδοχικά τόσες με­ρικές υποθέσεις, παρά έχοντας σαν σκοπό μια υψηλότερη υπόθεοη»

που είναι ακριβώς η ισότητα. Με αλλά λόγια: γιατί η ισότητα είναι το ιδανικό του κ. Προυντόν. Φαντάζεται πως ο κατα­μερισμός της εργασίας, η πίστη, το εργαστήρι, όλες οι οίκονομικές σχέσεις επινοήθηκαν για όφελος της ισότητας και ωστό­σο καταλήξανε να στρέφονται πάντα ενάντια της. Από το γε­γονός πως η ιστορία και το πλάσμα του κ. Προυντόν αντιφά­σκουν μεταξύ τους σε κάθε βήμα, ο κ. Προυντόν έβγαλε το συμπέρασμα πως υπάρχει αντίφαση. Αν υπάρχει αντίφαση, αυτή υπάρχει μόνο ανάμεσα στην έμμονη ιδέα του και στην πραγματική κίνηση.

Από εδω και μπρος η καλή πλευρά μιας οικονομικής σχέσης είναι εκείνη πού επιβεβαιώνει την ισότητα. Η κακή πλευρά είναι κείνη που αρνείται την ισότητα και βεβαιώνει την ανισότητα. Κάθε καινούργια κατηγορία είναι μία υπόθεση του κοινωνικού πνεύματος, για να εξαφανίσει την ανισότητα που γέννησε η προηγούμενη υπόθεση. Συνοψίζοντας, η ισότητα είναι ο πρωταρχικός σκοπός (intention primitive), η μυστική τάση, ο σκοπός που έβαλε η πρόνοια, που το κοινωνικό πνεύ­μα έχει σταθερά μπροστά στα μάτια του, καθώς στριφογυρ­νάει μέσα στον κύκλο των οίκονομικών αντιφάσεων. Κι ακόμα η Θεία Πρόνοια είναι η ατμομηχανή που κάνει να προχωρούν όλες οι οικονομικές αποσκευές του κ. Προυντόν καλύτερα από τον καθαρό και εξαερωμένο (κούφιο) λόγο του. Ο κ. Προυντόν αφιέρωσε στη Θεία Πρόνοια ένα ολόκληρο κεφάλαιο, που ακο­λουθεί το κεφάλαιο για τους φόρους.

Θεία Πρόνοια, σκοπός που βάζει η Πρόνοια, να η μεγάλη λέξη που μεταχειρίζονται σήμερα για να εξηγήσουν την πορεία της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, αυτή η λέξη δεν εξηγεί τίποτα. Είναι το πολύ - πολύ ένα ρητορικό σχήμα, ένας τρόπος όπως και κάθε άλλος για να παραφράζουν τα γεγονότα.

Είναι γεγονός πως στη Σκωτία, η ιδιοκτησία γαιών πήρε καινούρια αξία με την ανάπτυξη της αγγλικής βιομηχανίας. Η βιομηχανία αυτή άνοιξε καινούριες διεξόδους στο μαλλί. Για να παραχτεί το μαλλί σε μεγάλες ποσότητες, ήταν ανάγκη να μετατραπούν τα καλλιεργήσιμα χωράφια σε λειβάδια. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η μετατροπή ήταν ανάγκη να συγκεντρωθούν τα κτήματα. Για να συγκεντρωθούν τα κτήματα έπρεπε να καταργήσουν τους μικροϊδιοκτήτες, να διώξουν χιλιά­δες χιλιάδων από αυτούς που ήταν δεμένοι με τη γη που γεν­νήθηκαν και να βάλουν στην θέση τους μερικούς βοσκούς, που επι­βλέπουν εκατομμύρια πρόβατα. Έτσι, με τις διαδοχικές μετατροπές, η κτηματική περιουσία, είχε σαν αποτέλεσμα, στη Σκωτία, να διωχτούν οι άνθρωποι από τα πρόβατα. Πέστε τώρα πως ο σκοπός της Θείας Πρόνοιας για το θεσμό της ιδιοκτησίας των γαιών στη Σκωτία ήταν να κυνηγηθούν οι άνθρωποι από τα πρόβατα και θα έχετε κάνει την ιστορία της Θείας Πρόνοιας.
Σίγουρα, η τάση για την ισότητα ανήκει στον αιώνα μας. Να λέμε τώρα πως όλοι οι προηγούμενοι αιώνες, με ολότελα διαφορετικές ανάγκες, μέσα παραγωγής κλπ., εργάζονταν σύμ­φωνα με τη Θεία Πρόνοια για την πραγματοποίηση της ισό­τητας σημαίνει, πρώτα άπ' όλα, πως αντικαθιστούμε τα μέσα και τους ανθρώπους του αιώνα μας με τους ανθρώπους και τα μέσα των περασμένων αιώνων και πως παραγνωρί­ζουμε την ιστορική κίνηση, που με αυτήν οι αλλεπάλληλες γενιές, (η μία ύστερα από την άλλη), μετατρέπανε τα αποτε­λέσματα που είχαν πραγματοποιήσει οι παλιότερες γενιές. Οι οικονομολόγοι ξέρουν πολύ καλά πως το ίδιο πράγμα που ήταν για τον έναν επεξεργασμένο υλικό, δεν είναι για τον άλλον παρά η πρώτη ύλη για καινούργια παραγωγή.

Υποθέστε, όπως το κάνει ο κ. Προυντόν, πως το κοινω­νικό πνεύμα δημιούργησε ή μάλλον αυτοσχεδίασε αμελέτητα τους φεουδάρχες αφέντες με την πρόνοια να μετατρέψει τους κολήγους σε υπεύθυνους και οπαδούς της κοινωνικής ισότη­τας εργάτες : και θά εχετε κάνει μια υποκατάσταση σκοπών και προσώπων, πέρα για πέρα αντάξια με τη θεία Πρόνοια που θέσπισε στη Σκωτία την γαιοκτησία για να δοκιμάσει την πονηρή ευχαρίστηση να κυνηγηθούν οι άνθρωποι από τα πρό­βατα.

Μα μιας και ο κ. Προυντόν δείχνει τόσο ζωηρό ενδιαφέρον για τη θεία Πρόνοια, τον παραπέμπουμε στην Ιστορία της πολιτικής οικονομίας του κ. de Villeneuve Bargemont (ντε Βιλνέβ Μπαρζεμόντ), ποy κι αυτός κυνηγάει επίσης έναν σκοπό της θείας Πρόνοιας. Τούτος ο σκοπός ωστόσο δεν είναι πια η ισότητα, είναι ο καθολικισμός.

Έβδομη και τελευταία παρατήρηση

Οι οικονομολόγοι έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο ενέργειας. Για τους οικονομολόγους δεν υπάρχουν παρά μονάχα δυο λο­γιών θεσμοί, οι τεχνητοί κι οι φυσικοί. Οι φεουδαρχικοί θεσμοί είναι τεχνητοί, ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί. Οι οικονομολόγοι μοιάζουν, σε τούτο, με τους θεολόγους, που κι αυτοί αναγνωρίζουν δύο λογιών θρησκείες. Κάθε θρησκεία, έξω από την δική τους, είναι δημιούργημα των ανθρώπων, ενώ η δική τους είναι αποκάλυψη του Θείου Λόγου. (Εκπορεύεται από τον Θείο Λόγο).

Όταν λένε, οι οίκονομολόγοι, πως οι σύγχρονες σχέσεις -οι σχέσεις της αστικής παραγωγής — είναι φυσικές, θέλουν να πουν (υπονοούν) πως είναι οι σχέσεις που μέσα σε αυτές δη­μιουργείται ο πλούτος και αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυ­νάμεις, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Οι σχέσεις λοιπόν αυτές, είναι οί ίδιοι οι φυσικοί νόμοι, ανεξάρτητοι από την επί­δραση του χρόνου.

Είναι οι αιώνιοι νόμοι που πρέπει να κυ­βερνούν πάντα την κοινωνία. Υπήρξε λοιπόν η ιστορία, μα δεν υπάρχει πια. Υπήρξε η ιστορία γιατί υπήρξαν οι φεουδαρχικοί θεσμοί και γιατί, μέσα στους φεουδαρχικούς θεσμούς, βρί­σκουμε ολότελα διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις από εκείνες της αστικής κοινωνίας, που οι οικονομολόγοι θέλουν να πα­ρουσιάσουν σαν φυσικές και συνακόλουθα αιώνιες.

Το φεουδαρχικό σύστημα, είχε κι αυτό το προλεταριάτο του — την δουλοπαροικία που έκλεινε μέσα της όλα τα σπέρ­ματα της αστικής τάξης. Η φεουδαρχική παραγωγή, είχε κι αυτή επίσης δυο ανταγωνιστικά στοιχεία που τα προσ­διορίζουν (χαρακτηρίζουν) το ίδιο με το όνομα καλή και κακή πλευρά του φεουδαρχικού συστήματος, χωρίς να στοχάζονται πως η κακή πλευρά είναι εκείνη που πάντα επιβάλλεται (κυ­ριαρχεί) πάνω στην καλή. Η κακή πλευρά είναι εκείνη που δη­μιουργεί την κίνηση και η κίνηση αυτή, που, αποτελώντας το συστατικό στοιχείο στην πάλη, δημιουργεί την ιστορία. Τί θα είχε τάχα συμβεί, αν, στην εποχή που επικρατούσε το φεου­δαρχικό σύστημα, οι οικονομολόγοι, ενθουσιασμένοι από τις ιπποτικές αρετές, από την αγαστή (πραγματική) αρμονία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, από την ανθηρή κατάσταση της οικοτεχνίας (οικιακής βιοτεχνίας) στην ύπαι­θρο, από την ανάπτυξη της οργανωμένης σε συντεχνίες βιοτεχνίας, μσστοράντζα, πρωτομάστορους, από κάθε τι τέλος που αποτελεί την κσλή πλευρά του φεουδαρχικού συστήματος, είχαν βάλει στον εαυτό τους το πρόβλημα να εξαλείψουν κάθε τι που αμαύρωνε την αξία αυτού του πίνακα — δουλοπαροικία, προ­νόμια, αναρχία; Θα είχαν καταστρέψει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την πάλη και θα είχαν πνίξει στην φύτρα της την ανά­πτυξη της αστικής τάξης. Θα είχαν βάλει στον εαυτό τους (θα εί­χαν διανοηθεί) το παράλογο πρόβλημα να καταργήσουν την ιστορία.

Όταν η αστική τάξη επιβλήθηκε στην φεουδαρχία, δεν μπήκε θέμα πια ούτε καλής, ούτε κακής πλευράς του φεουδαρχικού συστήματος. Οι παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν από την αστική τάξη μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα, έγιναν κτήμα της. Όλες οι παλιές οίκονομικές μορφές, οι πολιτικές σχέσεις που αντιστοιχούσαν σε αυτές τις μορφές, το πολιτικό καθεστώς, που ήταν η επίσημη έκφραση της παλιάς πολιτικής κοινωνίας, συντρίφτηκαν.

Ωστόσο, για να κρίνουμε σωστά τη φεουδαρχική πα­ραγωγή, πρέπει να την εξετάσουμε σαν έναν τρόπο παραγωγής που θεμελιώνεται πάνω στον συναγωνισμό. Πρέπει να δείξουμε, πως παραγόταν ο πλούτος (τα αγαθά) μέσα σε αυτόν τον αν­ταγωνισμό, πως αναπτυσσόταν ταυτόχρονα με τον ταξικό ανταγωνισμό, πως η μία από τις τάξεις, η κακή πλευρά, το μειο­νέκτημα της κοινωνίας, ολοένα πρόκοβε ώσπου έφτασαν σε βαθμό ωριμότητας οι υλικές συνθήκες για την χειραφέτηση της. Δεν είναι τάχα αρκετό να λέμε πως ο τρόπος παραγωγής, οι σχέσεις που μέσα σε αυτές αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυ­νάμεις, δεν είναι καθόλου οι αιώνιοι νόμοι, μα οι νόμοι που αντι­στοιχούν σε μιαν ορισμένη ανάπτυξη των ανθρώπων και των παραγωγικών τους δυνάμεων και πως μια αλλαγή που πραγμα­τοποιήθηκε στις παραγωγικές δυνάμεις των ανθρώπων, φέρνει (προκαλεί) αναγκαστικά αλλαγή στις παραγωγικές τους σχέσεις; Καθώς έχει προπάντων σημασία, να μη στερηθούν οι άνθρωποι τους κορπούς (αγαθά) του πολιτισμού, τις παραγωγικές δυνάμεις που απόκτησαν, πρέπει να συντρίψουν τις πατρο­παράδοτες μορφές που μέσα σε αυτές δημιουργήθηκαν οι παρα­γωγικές δυνάμεις. Από αυτή τη στιγμή, η επαναστατική τάξη γίνεται συντηρητική.

Η αστική τάξη αρχίζει (κάνει την εμφάνιση της) με ένα προλεταριάτο που και αυτό είναι απομεινάρι του προλεταριάτου των φεουδαρχικών χρόνων. Στην πορεία της ιστορικής της ανά­πτυξης, η αστική τάξη αναπτύσει αναγκαστικά τον ανταγω­νιστικό της χαρακτήρα, που, στα πρώτα της βήματα, συμ­βαίνει να είναι περισσότερο ή λιγότερο μασκαρεμένος, που βρί­σκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Στον βαθμό που η αστική τάξη αναπτύσσεται, αναπτύσσεται μέσα στα σπλάχνα της ένα καινούριο προλεταριάτο, ένα σύγχρονο προλεταριάτο: ανα­πτύσσεται μία πάλη ανάμεσα στην προλεταριακή και στην αστική τάξη, πάλη που, πριν να την αισθανθούν, την διακρίνουν, την σταθμίσουν, την καταλάβουν, την ομολογήσουν και την αναγνωρίσουν επίσημα και δημόσια και οι δύο πλευρές, δεν εκδηλώνεται παρά με μερικές (επί μέρους) και στιγμιαίες συγκρούσεις, με καταστροφικά γεγονότα. Από μία άλλη πλευρά, αν και όλα τα μέλη της σύγχρονης αστικής τάξης έχουν το ίδιο συμφέρον μιας και σχηματίζουν (αποτελούν) μία τάξη που βρίσκεται αντιμέτωπη με μία άλλη, έχουν ωστόσο και αντίθετα, ανταγωνιζόμενα συμφέροντα, έτσι που βρίσκονται τούτα τα μέλη, αντιμέτωπα με εκείνα. Αυτή η αντίθεση των συμφερόντων ξπηγάζει από τις οικονομικές συνθήκες της αστικής τους ζωής. Από μέρα σε μέρα, γίνεται λοιπόν όλο και πιο πολύ φανερό πως οι οικονομικές σχέσεις, που μέσα σε αυτές κινείται και δρα η αστική τάξη, δεν έχουν ένα ενιαίο, απλό χαρακτήρα, μα διπλοπρόσωπο χαρακτήρα. Πως μέσα στις ίδιες αυτές σχέσεις που δημιουργείται (παράγεται) ο πλούτος, παράγεται (δημιουργείται) επίσης και η αθλιότητα. Πως μέσα στις ίδιες τούτες σχέσεις που υπάρχει ανάπτυξη των παρα­γωγικών δυνάμεων, υπάρχει και μία δύναμη που παράγει κατα­πίεση. Πως τούτες οι σχέσεις δημιουργούν τον αστικό πλούτο, δηλαδή τον πλούτο της αστικής τάξης, εκμηδενίζοντας (εξανε­μίζοντας) ολοένα τον πλούτο των μελών που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της τάξης (που ανήκουν αποκλειστικά σε αυτήν την τάξη), και δημιουργώντας από αυτά τα μέλη ένα καθημερινά αυξανόμενο προλεταριάτο. Όσο πιο πολύ έρχεται στο φως της μέρας ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας, τόσο πιο πολύ οι οικονομολόγοι, οι επιστημονικοί αντιπρόσωποι της αστικής παραγωγής, έρχονται σε σύγκρουση με την ίδια τους την θεωρία: σχηματίζονται διάφορες σχολές.

Έχουμε τους μοιρολάτρες οικονομολόγους, που στη Θεω­ρία τους δείχνουν τόση αδιαφορία (είναι το ίδιο αδιάφοροι) γι' αυτά που ονομάζουν τα μειονεκτήματα της αστικής παρα­γωγής, όσο και οι ίδιοι οι αστοί είναι αδιάφοροι στην πράξη για τα βάσανα των προλετάριων, που τους βοηθάνε να απο­κτήσουν πλούτη. Σε αυτήν την μοιρολατρική σχολή υπάρχουν κλασικοί και ρομαντικοί. Οι κλασικοί, όπως ο Άνταμ Σμίθ και ο Ρικάρντο, που αντιπροσωπεύουν μία αστική τάξη, που παλεύει ακόμα με τα απομεινάρια της φεουδαρχικής κοινωνίας, αγωνίζονται να ξεκαθαρίσουν τις οικονομικές σχέσεις από τα φεουδαρχικά υπολείμματα, να αυξήσουν τις παραγωγικές δυνά­μεις και να δώσουν στην βιομηχανία και στο εμπόριο μία και­νούργια ορμή. Το προλεταριάτο που παίρνει μέρος σε αυτήν την πάλη, απορροφημένο σε αυτήν την εξαντλητική απασχόληση (εργασία), δεν έχει παρά παροδικά, τυχαία βάσανα που και το ίδιο τα βλέπει σαν τέτοια (τα θεωρεί σαν τέτοια). Οι οικο­νομολόγοι όπως ο Άνταμ Σμίθ και ο Ρικάρντο, που είναι οι ιστορικοί αυτής της εποχής, δεν έχουν άλλη αποστολή παρά να δείξουν, πως μπορεί να αποκτηθεί ο πλούτος μέσα στις σχέσεις της αστικής παραγωγής, να διατυπώσουν και να ταξινομήσουν αυτές τις σχέσεις σε κατηγορίες, σε νόμους και να δείξουν πόσο αυτοί οι νόμοι, αυτές οι κατηγορίες είναι, για την παραγωγή των αγαθών, ανώτερες από τις κατηγορίες και τους νόμους της φεου­δαρχικής κοινωνίας. Η αθλιότητα δεν είναι στα μάτια τους παρά η οδύνη (ο πόνος) που συντροφεύει κάθε γέννα τόσο στη φύση όσο και στη βιομηχανία.

Οι ρομαντικοί ανήκουν στην εποχή μας, εποχή που η αστική τάξη βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με το προλεταριάτο: εποχή που η αθλιότητα γεννιέται σε τόσο μεγάλη αφθονία, όσο και ο πλούτος. Οι οικονομολόγοι ποζάρουν τότε σαν μοιρο­λάτρες αδιάφοροι - με το αίσθημα ανίας από τις πολλές καταχρήσεις και από το ύψος της θέσης τους, ρίχνουν μιαν αλαζονική ματιά, γεμάτη περιφρόνηση, πάνω στους ανθρώπους — ατμο­μηχανές που φτιάχνουν τα πλούτη. Αντιγράφουν όλες τις ερμηνείες που έδωσαν οι προκάτοχοι τους και η αδιαφορία που σε εκείνους ήταν από αφέλεια, σε τούτους καταν­τάει αυταρέσκεια.

Έρχεται ύστερα η ανθρωπιστική σχολή, που παίρνει κατάκαρδα την κακή πλευρά των σημερινών παραγωγικών σχέ­σεων. Αυτή εδώ η σχολή, για να έχει ήσυχη την συνείδηση της, βάζει τα δυνατά της για να αποκρύψει, όσο είναι δυνατό, τις πραγματικές αντιθέσεις, θρηνολογεί ειλικρινά για την άσχημη θέση του προλεταριάτου, για τον ξέφρενο συναγωνισμό των αστών μεταξύ τους. Συμβουλεύει τους εργάτες να είναι λιτοδίαιτοι, να δουλεύουν περισσότερο και να κάνουν λίγα παιδιά. Κάνει συστάσεις στους αστούς για παραγωγική αυτοσύγκράτηση. Ολόκληρη η θεωρία αυτής της σχολής στηρίζεται πάνω σε ατέλειωτες διακρίσεις ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ανάμεσα στις αρχές και τα αποτελέ­σματα, την ιδέα και την εφαρμογή, το περιεχόμενο και τη μορφή, την ουσία και την πραγματικότητα, το δίκαιο και την πραγματικότητα, την καλή και την κακή πλευρά.

Η φιλανθρωπική σχολή, είναι βελτιωμένη έκδοση της αν­θρωπιστικής σχολής. Αρνείται την αναγκαιότητα του αντα­γωνισμού. Θέλει να κάνει όλους τους ανθρώπους αστούς. Θέλει να πραγματοποιήσει την θεωρία στο σημείο που ξεχωρίζει από την πράξη και δεν κλείνει μέσα της ανταγωνισμό.
Δεν χρειάζεται να πούμε πως στην θεωρία, είναι εύκολο να κάνει κανένας αφαίρεση των αντιφάσεων (να βγάλει από την μέση τις αντιφάσεις) που συναντάει, κάθε στιγμή, στην πραγ­ματικότητα. Αυτή η θεωρία, θα γινόταν τότε η εξιδανικευμένη πραγματικότητα. Οι φιλάνθρωποι θέλουν, λοιπόν, να διατη­ρήσουν τις κατηγορίες, που εκφράζουν τις αστικές σχέσεις χωρίς νά έχουν τον ανταγωνισμό που τις συνθέτει και που είναι αξεχώριστος από αυτές. Στοχάζονται στα σοβαρά πως πολε­μάνε την αστική πρακτική (τις αστικές συνήθειες) και είναι πε­ρισσότερο αστοί από τους άλλους.

Όπως ακριβώς οι οικονομολόγοι είναι οι επιστημονικοί εκπρόσωποι της αστικής, το ίδιο και οι σοσιαλιστές και οί κομ­μουνιστές είναι οι θεωρητικοί της προλεταριακής τάξης. Όσο το προλεταριάτο δεν αναπτύχθηκε ακόμα αρκετά ώστε να συγ­κροτηθεί σε τάξη, και η πάλη του προλεταριάτου με την αστική τάξη, δεν έχει ακόμα πολιτική διάσταση, και όσο οι παραγω­γικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμα αρκετά αναπτυχθεί μέσα στα πλαίσια της ίδιας της αστικής τάξης για να αφήσουν να δια­φανούν οι αναγκαίοι υλικοί όροι για την απελευθέρωση του προλεταριάτου και για τον σχηματισμό μιας καινούργιας κοινωνίας, αυτοί οι θεωρητικοί δεν είναι παρά ουτοπιστές που για να προλάβουν τις ανάγκες των καταπιεζόμενων τάξεων, αυτοσχεδιάζουν συστήματα και τρέχουν πίσω από μία αναγεννητική επιστήμη. Μα όσο η ιστορία προ­χωράει και μαζί της και η πάλη του προλεταριάτου φαίνεται πια ξεκάθαρα, δεν έχουν πια ανάγκη να αναζητούν την επι­στήμη μέσα στο μυαλό τους.
Δεν έχουν παρά να διακρίνουν καθαρά αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους και να το μετατρέψουν σε εργαλείο τους (όργανό τους).

Όσο αναζητούν την επιστήμη και δεν κά­νουν παρά συστήματα, όσο βρίσκονται στα πρώτα βήματα, στην αρχή της πάλης, βλέπουν στην αθλιότητα μονάχα την αθλιότητα, χωρίς να βλέπουν σε αυτήν την επαναστατική, την ανα­τρεπτική πλευρά που Θα ανατρέψει την παλιά κοινωνία. Από αυτήν τη στιγμή και πέρα, η επιστήμη που δημιουργήθηκε από την ιστορική κίνηση και συνοδεύεται με ολοκληρωμένη γνώση για το αίτιο, έπαψε να είναι δογματική, έγινε επαναστατική.

Ας ξανάρθουμε στον κ. Προυντόν.
Κάθε οικονομική σχέση έχει μια καλή και μια κακή πλευρά: είναι το μοναδικό σημείο που ο κ. Προυντόν δεν αντιφάσκει. Την καλή πλευρά βλέπει να την εκθέτουν οι οίκονομολόγοι. Την κακή πλευρά βλέπει να τη διακηρύτουν οι σοσιαλιστές. Δανείζεται από τους οικονομολόγους την αναγκαιότητα των αίώνιων σχέσεων. Δανείζεται από τους σοσιαλιστές την αυταπάτη να μη βλέπουν μέσα στην αθλιότητα παρά την αθλιότητα (και όχι τα αίτια της). Συμφωνεί και με αυτούς και με εκείνους θέλοντας να τα συσχετίσει με το κύρος της επιστήμης. Η επιστήμη, για τον κ. Προυντόν, συνοψίζεται (περιορίζεται) στις ασήμαντες αναλο­γίες μιας επιστημονικής φόρμουλας (τύπου). Γι' αυτό λοιπόν ο κ. Προυντόν κολακεύεται πως έδωσε την κριτική και της πολι­τικής οικονομίας και του Κομμουνισμού: βρίσκεται κάτω και από τα δύο. Κατώτερος από τους οικονομολόγους, μιας και σαν φι­λόσοφος, που κρατάει στα χέρια του μια μαγική φόρμουλα (τύπο), πίστεψε πως μπορεί να απαλλαχθεί από την υπο­χρέωση να μπει σε καθαρά οικονομικές λεπτομέρειες. Κατώτερος από τους σοσιαλιστές μιας και δεν έχει ούτε αρκετό κουράγιο, ούτε αρκετές γνώσεις για να ανέβει, έστω και θεωρητικά, πάνω από τον αστικό ορίζοντα (αστική άποψη).
Θέλει να είναι η σύνθεση. Είναι ένα σύνθετο λάθος.
θέλει να σταθεί, σαν επιστήμονας, πάνω από τους αστούς και τους προλετάριους. Δεν είναι παρά ο μικροαστός που ταλαντεύεται αδιάκοπα ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ανάμεσα στην πολιτική οίκονομία και τον κομμουνισμό.

ΠΗΓΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ




















ΕΛΕΙΜΜΑ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2010 19,454 ΔΙΣ
ΣΥΝΟΛΙΚΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ 2010 23,905 ΔΙΣ
ΥΨΟΣ ΧΡΕΟΥΣ 31/12/2010 340,278 ΔΙΣ
ΑΥΞΗΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΤΟΥΣ 2010 41753.36
ΑΥΞΗΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΤΟΥΣ 2009 36453.45
ΑΥΞΗΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΕΤΟΥΣ 2008 22412.43
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012 8512410
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011 9,436,280
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2011 10,738,610
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2011 11,538,310
ΜΑΪΟΣ 2011 8,803,340
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2011 10,034,511
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010 11,411,810
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010 12,697,510
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2010 14,651,020
ΜΑΪΟΣ 2010 11,392,000









ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ ΕΠΙΒΑΤΙΚΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010 (ΜΟΡΦΗ xls)



ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΕΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2010 (ΜΟΡΦΗ xls)


ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΙΜΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ (ΜΟΡΦΗ xls)


ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ (ΘΕΑΤΕΣ ΑΝΑ ΑΓΩΝΑ)




Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ